Η πολιτική της Αριστεράς
και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις
«Το πνεύμα της
κατάκτησης το οποίο άνοιξε τις πόρτες
της Ανατολίας στο Ισλάμ
και την Τουρκία
αποτελεί και σήμερα το
μεγαλύτερο κεφάλαιό μας»
πρώην Πρωθυπουργός της
Τουρκίας Ερμπακάν
στον λόγο που εκφώνησε
για την επέτειο της
μάχης Μάτζικερτ (1071 μ.χ.)
γράφει ο
Πάνος Πικραμένος
Οι
στρατηγικές επιλογές στην πολιτική της αριστεράς στην Ελλάδα, όπως αυτή έχει
διαμορφωθεί μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, έχει σχεδόν σ΄ όλες τις τάσεις
της μερικά κοινά χαρακτηριστικά. Ο αντιεθνικισμός, ο αντιρατσισμός, η
αποποινικοποίηση της χρήσης ναρκωτικών, η προστασία των μειονοτήτων, η έμφαση στην προστασία του περιβάλλοντος, η
ευαισθησία στον αυταρχισμό της εξουσίας είναι σήμερα τα κυριώτερα συνθήματα, το
«προφίλ» ή η αιχμή του δόρατος της σημερινής αριστεράς όταν απευθύνεται στους
πολίτες. Και ίσως θα συμφωνούσαμε χωρίς πολλές ουσιαστικές αντιρρήσεις με τα
περισσότερα από αυτά, τα οποία άλλωστε κάθε άλλο παρά αντίκεινται στις βασικές αιώνιες ανθρώπινες
αξίες, αν σε όσα αφορούν την εξωτερική πολιτική δεν υπήρχε το φλέγον πρακτικό -και όχι ιδεολογικό ή φαντασιακό-
πρόβλημα στις σχέσεις της χώρας μας με την Τουρκία.
Θα περίμενε
κανείς ότι οι ιδεολογικές και ακόμη περισσότερο οι πολιτικές προτάσεις
οποιουδήποτε πολιτικού χώρου διαμορφώνται λαμβάνοντας υπ όψη τις αντικειμενικές
συνθήκες και τις ανάγκες που επικρατούν σε κάθε χώρα. Ή τουλάχιστον
προσαρμόζονται σε αυτές, ώστε να δίδονται πρακτικά εφαρμόσιμες λύσεις και
πειστικές απαντήσεις σε υπαρκτά προβλήματα. Είναι κοινώς παραδεκτο΄ότι μία μηχανιστική
μεταφορά πολιτικών προτύπων από άλλες χώρες ή εποχές στην τρέχουσα πραγματικότητα τις περισσότερες φορές
οδηγεί σε λάθη.
Εδώ όμως
παρατηρούμε ένα φαινόμενο, το οποίο αποδεικνύει ότι η αριστερά δεν διδάσκεται
εύκολα από τα λάθη της: την υποκατάσταση της επιστήμης με την ιδεολογία ή για
να το πούμε αλλιώς, την μετατροπή της πραγματικότητας σε μεταφυσική, ένα λάθος
που ιστορικά πάντα καταδίκαζε η αριστερά, αλλά συχνά η ίδια περιέπιπτε σε αυτό.
Πρόσφατο κλασσικό και τραγικό συνάμα παράδειγμα υπήρξε η αποτυχημένη προσπάθεια
να εφαρμοστούν στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, οικονομικά συστήματα και
προτάσεις τα οποία στηρίζονταν σε έννοιες οι οποίες προέρχονταν καθαρά από την
σφαίρα της ιδεολογίας. Όσο και αν η
μαρξιστική οικονομία εξήγησε πολλά οικονομικά φαινόμενα, τελικά η πραγματικότητα
δεν έγινε αντιληπτή σε όλη της την έκταση και σύρθηκε βίαια για να προσαρμοστεί
στον άυλο κόσμο των ιδεών. Η ουτοπία και η πίστη σε κάποια ευγενή ιδανικά,
στοιχεία απαραίτητα για την οποιαδήποτε εξέλιξη της κοινωνίας μεταβλήθηκαν σε
ωμό καταναγκασμό.
Αυτή η τάση
διακρίνεται και σε αρκετά σημεία των κυριότερων θεωρητικών έργων του Μαρξ και
του Έγκελς. Ο προλετάριος-«υπόδειγμα»
του Μαρξ είναι ένα πλάσμα αφηρημένο και μονόπλευρο χωρίς σαφή χαρακτήρα, χωρίς
τόπο καταγωγής, θρησκεία, ιστορία ή πολιτιστικά χαρακτηριστικά. Λες και όλα
αυτά δεν εππηρέαζαν την κοινωνική συμπεριφορά του, την διαθεσή του να
επαναστατήσει ή όχι. Απομονώθηκε και τονίστηκε ένα μονάχα χαρακτηριστικό του, η
έλλειψη ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, το ότι έπρεπε να πουλάει την εργατική
του δύναμη για να επιβιώσει. Ο προλετάριος για λόγους κατά βάθος ιδεολογικούς, ή και των τότε πολιτικών σκοπιμοτήτων, κατά την γνώμη του γράφοντος, έπρεπε να είναι διεθνιστής. Το επαναστατικό
υποκείμενο του Μαρξ έπρεπε να είναι ένα πλάσμα «μπαλαντέρ». Να ταιριάζει σε
οποιαδήποτε χώρα, θρησκεία ή πολιτισμό. Βέβαια αυτή η αντίληψη είχε και μία πρακτική σημασία
αφού η επιταγή «προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε» μόνο έτσι θα ήταν πραγματοποιήσημη.
Οι
εθνικές, θρησκευτικές, πολιτιστικές ή άλλες διαφορές μπορεί να εμπόδιζαν την
παγκόσμια επανάσταση, η οποία όμως για διάφορους λόγους δεν έγινε μέχρι σήμερα.
Το παράδοξο είναι ότι αυτό ακριβώς το πλάσμα που οι διεθνιστές-μαρξιστές
εξιδανίκευσαν, εμφανώς προσπαθεί να δημιουργήσει σήμερα ο μεγαλύτερος εχθρός
τους, η παγκόσμια Νέα Τάξη πραγμάτων. Έναν εργαζόμενο ο οποίος δεν θα έχει
ιδιαίτερα πολιτιστικά χαρακτηριστικά, θρησκεία, ιδιαίτερη συλλογική ιστορία,
γιατί όλα αυτά είναι εμπόδια στον παγκόσμιο οικονομικό σχεδιασμό. Έναν
«μαζάνθρωπο»-«μπαλαντέρ» απόλυτα προσαρμοστικό ο οποίος θα πουλάει την εργατική
του δύναμη εκεί όπου το απαιτεί η παραγωγή, και θα στερείται των
χαρακτηριστικών εκείνων τα οποία μπορούν να προκαλέσουν τριβές, απρόβλεπτες
αντιθέσεις, ή παράλογες απαιτήσεις.
Ανάλογη
υποκατάσταση της επιστήμης με την ιδεολογία, γίνεται αυτήν την στιγμή από το μεγαλύτερο
μέρος της αριστεράς στην Ελλάδα, μία χώρα με συγκεκριμένα και πολύ επικίνδυνα
εξωτερικά προβλήματα. Ενώ στην εποχή μας η μελέτη και η εφαρμογή των Διεθνών
Σχέσεων έχει αναδειχθεί τυπικά και ουσιαστικά σε μία ανεξάρτητη επιστήμη η
οποία διδάσκεται και μελετάται σε ανώτατο Πανεπιστημιακό επίπεδο, ενώ είναι
αδιανόητο για οποιαδήποτε κυβέρνηση ή ακόμη και πολυεθνική εταιρεία να μην
συμβουλεύεται και να μην χρησιμοποιεί τα συμπεράσματα και τις εκτιμήσεις της,
ποτέ δεν έτυχε να δούμε μία πρόταση της αριστεράς που να αφορά τις
ελληνοτουρκικές σχέσεις, και να βασίζεται στην προσεκτική επιστημονική μελέτη
των δεδομένων.
Αυτό που
ακούμε μέσω των ΜΜΕ, αλλά κυρίως σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις, οι οποίες είναι ίσως
πιό ενδεικτικές για το ποιά είναι η κυρίαρχη ιδεολογία στον χώρο της αριστεράς,
είναι ότι πίσω από τις ελληνοτουρκικές διαφορές κρύβεται «το μεγάλο κεφάλαιο»,
οι «πολυεθνικές» η «μεγαλοαστική τάξη που έχει συμφέρον από την σύγκρουση», οι
«αμερικανοί», οι «εταιρείες όπλων που οξύνουν τις αντιθέσεις για να πουλάνε
όπλα», η «αδιαλαξία φανατικών υπερεθνικιστικών κύκλων και από τις δύο πλευρές»
και άλλες τυποποιημένες, αόριστες, και ανυπόστατες κατά την γνώμη μας απόψεις.
Η δε λύση στις ελληνοτουρκικές διαφορές -οι οποίες σύμφωνα με αυτή την άποψη είναι επίπλαστες και δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα- βρίσκονται περισσότερο
στην σφαίρα της ψυχολογίας και όχι της γεωπολιτικής, όπως η καλλιέργεια
κλίματος φιλίας με τον τουρκικό λαό, η αποδοκιμασία των εθνικιστικών στοιχείων
και από τις δύο πλευρές και η «καταγγελία των σκοτεινών συμφερόντων τα οποία
συμβάλουν στην όξυνση των αντιθέσεων».
Ποτέ δεν
ακούσαμε όμως κάποιον να τεκμηριώνει με ικανοποιητικό τρόπο τις απόψεις αυτές
με αποτέλεσμα να γεννώνται αναπάντητα ερωτήματα. Από που προκύπτει ότι το
μεγάλο κεφάλαιο επιθυμεί σήμερα την όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων ή ακόμη
την σύρραξη με την Τουρκία; Ποιό είναι το κεφάλαιο αυτό, και τι ακριβώς έπραξε
για να επιτύχει τους σκοπούς του; Οι πολυεθνικές εταιρείες στο σύνολό τους
επιθυμούν τον πόλεμο ή ειρηνικές σχέσεις οι οποίες εξασφαλίζουν τις επενδύσεις
τους, διευκολύνουν την επικοινωνία και ευνοούν το εμπόριο; Από που προκύπτει
ότι οι Αμερικανοί επιδιώκουν την σύγκρουση Ελλάδας-Τουρκίας;
Για όποιον
παρακολουθεί και στο ελάχιστο την ειδησεογραφία είναι νομίζουμε παραπάνω από
οφθαλμοφανές ότι οι Αμερικανοί το μόνο που επιθυμούν είναι η σταθερότητα στην
Ανατολική Μεσόγειο, η οποία βέβαια εξυπηρετεί την pax-americana. Ποιά είναι
αυτή η ελληνική μεγαλοαστική τάξη η οποία επιθυμεί τον πόλεμο; Για ποιό λόγο να
επιθυμεί κάτι τέτοιο και τι συγκεκριμένο έκανε τέλος πάντων προς αυτήν την κατεύθυνση
που να μπορούμε να το εκλάβουμε ως επιχείρημα; Μήπως αυτή η μεγαλοαστική τάξη
έχει συμμετοχή στην πολεμική βιομηχανία και θέλει να μεγιστοποιήση τα κέρδη
της; Μα, δεν υπάρχει ελληνική πολεμική βιομηχανία ή είναι εκτός ελαχίστων
εξαιρέσεων υποτυπώδης. Επίσης είναι γνωστές οι κοινές «πρωτοβουλίες» ομάδων
Ελλήνων και Τούρκων μεγαλοεπιχειριματιών για την βελτίωση των ελληνοτουρκικών
σχέσεων.
Πρόσφατα
κάποια εφημερίδα ανήγγειλε μία συνάντηση Ελλήνων και Τούρκων επιχειρηματιών για
την ειρήνη γράφοντας ότι «επιτέλους οι επιχειρηματίες παίρνουν στα χέρια τους
τις ελληνοτουρκικές σχέσεις». Οι εταιρείες όπλων έχουν βέβαια κάθε συμφέρον να
οξύνονται οι αντιθέσεις και οι διαμάχες, αλλά έχουν άραγε την δύναμη να
προκαλέσουν συγκρούσεις εκ του μη όντος; Αν είναι έτσι γιατί δεν προκαλούν έναν
πόλεμο Γαλλίας-Ιταλίας, ας πούμε, που θα είναι και πιο κερδοφόρος αφού και οι
δύο αυτές χώρες είναι πολύ πιο πλούσιες από την Ελλάδα και την Τουρκία; Το ίδιο
ισχύει και με την «αδιαλλαξία των υπερεθνικιστικών κύκλων». Αυτοί οι «κύκλοι»
υπάρχουν σε όλες τις χώρες, χωρίς να αποτελούν όμως αιτία στρατιωτικής
σύγκρουσης και ας συμβάλλουν κάποιες φορές στην όξυνση των τόνων...
Ειδικά στην
Ελλάδα οι «κύκλοι» αυτοί είναι από περιθωριακοί έως ολιγάριθμοι και οπωσδήποτε
αδύναμοι να επηρεάσουν καθοριστικά τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Αλλά ακόμη
και αν υποθέσουμε ότι το «ιστορικό μίσος που χωρίζει τους δύο λαούς» είναι η
αιτία της έντασης, πότε στην ιστορία το μίσος ανάμεσα σε δύο λαούς υπήρξε αιτία
πολέμου, χωρίς να υπάρχουν άλλες πρακτικές αιτίες; Δηλαδή, οι αιτίες ενός
πολέμου πρέπει να αναζητηθούν στο γνωστικό πεδίο της ψυχολογίας ή σε κάποια
άλλα πεδία όπως η οικονομία ή γεωπολιτική ή η γεωστρατηγική;
Το συμπέρασμα
που βγαίνει από όλα αυτά είναι ότι η αριστερά αρνείται να δει τα πραγματικά
υπαρκτά προβλήματα τα οποία υπάρχουν στις σχέσεις των δύο χωρών με αποτέλεσμα
να μην έχει ρεαλιστικές προτάσεις. Έτσι ίσως παραμείνει συνεπής στην ιδεολογία
της, αλλά ουδέποτε θα μπορέσει να δώσει πειστικές και όχι τυποποιημένες
απαντήσεις, και να αποκαταστήσει την χαμένη επικοινωνία της με τον ελληνικό λαό
σε μία εποχή που ο λαός αυτός ανησυχεί βαθειά και διακατέχεται από άγχος για τα
εξωτερικά προβλήματα της χώρας. Οι στερεότυπες απαντήσεις του τύπου «το διεθνές
κεφάλαιο προκαλεί πολέμους για να δίνει διέξοδο στις αντιφάσεις του» δεν διέπονται
από καμία διαλεκτική αντίληψη, είναι
έννοιες αποκομμένες από την πραγματική εξέλιξη των γεγονότων. Ίσως να
ταιριάζουν σε κάποιες άλλες γεωπολιτικές πραγματικότητες, αλλά σίγουρα δεν
καλύπτουν και δεν εξηγούν ικανοποιητικά σε όλες τις περιπτώσεις το φαινόμενο
«πόλεμος».
Καμία
ιδεολογία δεν μπορεί να πείσει π.χ. τους κατοίκους των παραμεθόριων περιοχών
της Ελλάδας να αποβάλλουν το άγχος τους όταν σχεδόν καθημερινά τα τουρκικά
πολεμικά αεροπλάνα περνούν πάνω από τις στέγες των σπιτιών τους, ούτε -ακόμη
και τον υψηλού μορφωτικού επιπέδου τηλεθεατή ο οποίος δεν ενδίδει εύκολα σε
λαϊκίστικα συνθήματα- ότι ήταν
αμερικανικός ο δάκτυλος που πάτησε την σκανδάλη του όπλου που δολοφόνησε τον
Σολωμού στην Κύπρο, επειδή διανοήθηκε να θίξει την τουρκική σημαία. Όλοι μας
είδαμε το άδοξο τέλος της περίφημης συμφωνίας της Μαδρίτης, όταν μία εβδομάδα
μετά την υπογραφή της ο τουρκικός στόλος επισκέφθηκε επίσημα την κατεχόμενη
Κύπρο και τα τουρκικά αεροσκάφη συνέχισαν να παραβιάζουν τον ελληνικό εναέριο
χώρο.
Η «πάση
θυσία» εμμονή στην ιδεολογία του αντιεθνικισμού υπήρξε ιστορικά χρήσιμη
και μάλλον απαραίτητη σε χώρες με έντονο
πρόβλημα κοινωνικού και πολιτικού φασισμού, όπως η Γερμανία όπου ο φασισμός και
ο ρατσισμός θεσμοποιήθηκαν, έγιναν η επίσημη κοσμοθεωρία του κράτους και μοχλός
ενός πολύ επικίνδυνου επεκτατισμού. Στην χώρα μας όμως δεν είναι αυτά τα κυρίως
προβλήματα.
Η Ελλάδα
είναι μία χώρα, η οποία βρίσκεται στην Ανατολική Μεσόγειο δηλαδή σε μία περιοχή
όπου γίνονται ακόμη συνοριακές ανακατατάξεις, και συχνά υπάρχουν εδαφικές διεκδικήσεις
από διάφορες πλευρές. Επιπλέον συνορεύει με την Τουρκία, μία χώρα ολοκληρωτική,
μιλιταριστική, με στρατιωτικά δόγματα καθαρά επιθετικά τα οποία στοχεύουν προς
την δύση, όπου ο επεκτατισμός είναι ενσωματωμένος στην κρατική ιδεολογία και όπου η «Μεγάλη
Ιδέα» όχι μόνο είναι ακόμη ζωντανή αλλά καλλιεργείται συστηματικά.
Η αμυντική
και εξωτερική πολιτική του τουρκικού κράτους χαρακτηρίζεται κυρίως από τον
ρεαλισμό της και τον μακροχρόνιο σχεδιασμό της.
Είναι μεγάλο
λάθος να εξομοιώνεται το τουρκικό κράτος
με το ελληνικό, μία συγκαλυμμένη δικτατορία με μία αστική δημοκρατία,
βάσει του τυποποιημένου ιδεολογήματος ότι «όλα τα κράτη είναι από την φύση τους
αυταρχικά, επεκτατικά, ιμπεριαλιστικά κ.τ.λ» όταν π.χ. στην Τουρκία αυτή την
στιγμή βρίσκεται υπό εξέλιξη η γενοκτονία των Κούρδων ή εκατοντάδες
δημοσιογράφοι, συνδικαλιστές και υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν
δολοφονηθεί ή απλώς εξαφανιστεί. Εδώ η ιδεολογία υποκαθιστά όχι μόνο την
επιστήμη της στατιστικής αλλά ακόμη και την απλή αντίληψη της πραγματικότητας.
Ο
οποιοσδήποτε αποπροσανατολισμός της κοινής γνώμης από τα πραγματικά εξωτερικά
προβλήματα της και η καλλιέργεια κλίματος εφησυχασμού μειώνει την αποτρεπτική
ισχύ της χώρας μας. Κανένας σοβαρός άνθρωπος δεν επιθυμεί τον πόλεμο ούτε και
συμπαθεί φαινόμενα υπερεθνικιστικής υστερίας. Ο καλύτερος όμως τρόπος για να αποφευχθεί
ένας πόλεμος είναι η με κάθε τρόπο αύξηση της αποτρεπτικής ισχύος.
ΥΓ Το
παραπάνω κειμενο γράφτηκε τον Οκτώβριο του 1997 και δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο
στο περιοδικό «Στρατηγική» . Θεωρήθηκε τότε από κύκλους του σημιτικού ΠΑΣΟΚ του
ΣΥΝ ως «εθνικιστικό» , «υπερπατριωτικό» με αποτέλεσμα ο συγγραφέας να δεχθεί
προσωπικές επιθέσεις από έντυπα όπως η «Ελευθεροτυπία» κ,ά, με μεγάλο αντίκτυπο
στην επαγγελματική και προσωπική ζωή του.
Σήμερα 21 χρόνια αργότερα το κείμενο παραμένει επίκαιρο μέρχι κεραιας.